ἐκθλίβει

ἐκθλίβει
ἐκθλί̱βει , ἐκθλίβω
squeeze out
pres ind mp 2nd sg
ἐκθλί̱βει , ἐκθλίβω
squeeze out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανέκθλιπτος — η, ο (Μ ἀνέκθλιπτος, ον) αυτός που δεν έχει εκθλίβει, δεν έχει συμπιεστεί ώστε να βγει ο χυμός του νεοελλ. (Γραμμ.) εκείνος που δεν εκθλίβεται «ανέκθλιπτη λέξη», «ανέκθλιπτο φωνήεν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”